Πιστοποιητικό θανάτου

Βλέπε και τα υποκεφάλαια: Θάνατος και Νεκροψία.

 

Ο γιατρός, που έχει κάνει πιστοποίηση θανάτου, είναι υπεύθυνος και για την έκδοση πιστοποιητικού θανάτου, καθώς και την αποστολή του στην υπηρεσία του ληξιαρχείου (στην Ελλάδα τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα της αποστολής του πιστοποιητικού αναλαμβάνουν συνήθως οι συγγενείς ή σε περίπτωση απουσίας συγγενών, αρμόδιος διοικητικός υπάλληλος νοσοκομείου, γηροκομείου, ιδρύματος κτλ). Ο γιατρός, που πιστοποίησε το θάνατο, αναλαμβάνει την ευθύνη πιθανής διενέργειας σχολαστικής εξέτασης της εξωτερικής επιφάνειας του νεκρού σώματος. Αυτό δεν είναι απαραίτητο, όταν είναι σαφές ότι θα ακολουθήσει ιατροδικαστική εξέταση ή αν ο νεκρός είχε εξεταστεί πρόσφατα από γιατρό και πρόκειται για αναμενόμενο θάνατο. Σε σχέση με τη διάγνωση (μπορεί σε αναμενόμενο θάνατο να γίνει από νοσηλεύτρια) πρέπει να τοποθετηθεί λουράκι με τα στοιχεία ταυτοποίησης.

Προσοχή, σε αφαίρεση του βηματοδότη υπάρχει κίνδυνος το άτομο, που θα το κάνει, να δεχτεί ηλεκτρικό ρεύμα, αν κοπούν τα ηλεκτρόδια! Επικοινωνήστε και παραπέμψτε στον παθολογικό τομέα για την αφαίρεση. Αν η αφαίρεση δεν έχει γίνει, προκαλείται έκρηξη στο αποτεφρωτήριο νεκρών και μπορεί να υπάρχουν ποινικές συνέπειες για λανθασμένη συμπλήρωση πιστοποιητικού θανάτου. Γίνεται έρευνα σε όλες τις περιπτώσεις έκρηξης. Η αφαίρεση εμφυτεύματος δεν είναι το ίδιο με νεκροψία.

Σε συνδυασμό με το πιστοποιητικό θανάτου, εξετάζεται επίσης τυχόν αναγκαιότητα ενημέρωσης της αστυνομίας.

Ενημέρωση της αστυνομίας γίνεται αν:

  1. Ο θάνατος προκλήθηκε από εξωτερική επίδραση, όπως κάκωση, ατύχημα, αυτοκτονία κ.ά.
  2. Υπάρχει υποψία ότι ο θάνατος σχετίζεται με λάθος ή αμέλεια στο χώρο των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης και νοσηλείας.
  3. Αδιευκρίνιστη περίπτωση θανάτου, όταν ο θάνατος δεν ερμηνεύεται από προηγούμενη ασθένεια ούτε το ιατρικό ιστορικό.
  4. Είναι αδύνατη η ταυτοποίηση του νεκρού. Σ’ αυτήν την περίπτωση το πιστοποιητικό θανάτου μαζί με όσα στοιχεία γνωρίζει ο γιατρός παραδίδονται στην αστυνομία.
  5. Όταν υπάρχει αμφιβολία για το αν θα γίνει δήλωση στην αστυνομία, συμβουλευτείτε την αστυνομία.

 

Η αστυνομική υπηρεσία (ή ο εισαγγελέας, το δικαστήριο) αποφασίζει, αν χρειάζεται διενέργεια νεκροψίας από ιατροδικαστή. Αν κριθεί ότι δε χρειάζεται ιατροδικαστική εξέταση, τότε η ευθύνη έκδοσης πιστοποιητικού αιτίας θανάτου επιστρέφει στο γιατρό, που συνέταξε το πιστοποιητικό θανάτου, είτε στον ίδιο είτε, αφού βεβαιωθεί, ότι κάποιος άλλος γιατρός θα το αναλάβει (ο θεράπων γιατρός ή διαμέσου κλινικής νεκροψίας). Σύμφωνα με το νόμο δεν επιτρέπεται στο γιατρό να εκδώσει πιστοποιητικό αιτίας θανάτου για κοντινά (φιλικά ή συγγενικά) του πρόσωπα. Ο γιατρός σύμφωνα με τη νομοθεσία (αφορά διάταξη στη Σουηδία σχετικά για την ταφή) είναι υπεύθυνος να παραδώσει σε άλλο γιατρό τα στοιχεία, τα οποία ίσως χρειαστούν για την έκδοση του πιστοποιητικού θανάτου και του πιστοποιητικού αιτίας θανάτου. Ο γιατρός, που ήταν υπεύθυνος για την υγειονομική φροντίδα του νεκρού και συγκεκριμένα για την υγειονομική περίθαλψη της ασθένειας από την οποία προκλήθηκε ο θάνατος, είναι ο αρμόδιος να εκδώσει το πιστοποιητικό αιτίας θανάτου. Πριν από τη διακομιδή στο νεκροτομείο, θα πρέπει να έχει γίνει [försetts] με ταινία στοιχείων ταυτοποίησης και ένα ‘’σημείωμα στο νεκροτομείο’’, στο οποίο αναγράφεται, αν έχουν ενημερωθεί οι συγγενείς, αν υπάρχει εμφύτευμα, πιθανός κίνδυνος μετάδοσης νόσου, τυχόν επικοινωνία με την αστυνομία, ποιος είναι ο υπεύθυνος γιατρός και αν έχει προγραμματιστεί διενέργεια νεκροψίας.