Ανοσμία, Υποσμία, Μειωμένη όσφρηση

ICD-10 : R43.0

Ορισμός

Απουσία της ικανότητας όσφρησης (ανοσμία), μειωμένη ικανότητα όσφρησης (υποσμία).

 

Αιτιολογία

Λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού/ιοί (η πιο συχνή αιτία.

Μπορεί να προκαλέσουν μη-αναστρέψιμη ανοσμία, π.χ. ο ιός της γρίπης και ο ιός του απλού έρπη), οιδηματώδεις βλεννογόνοι/ρινικοί πολύποδες (εξαιτίας αλλεργίας/ λοίμωξης/ αγγειοκινητικής ρινίτιδας/ υπεραντιδραστικών βλεννογόνων/ φαρμακευτικής ρινίτιδας/ κοκκιωμάτωσης Wegener/ σαρκοείδωσης), ιγμορίτιδα, ατροφική ρινίτιδα, διαβήτης, τραυματισμοί κρανίου, νεοπλασίες των ρινικών κοιλοτήτων, ενδοεγκεφαλικές νεοπλασίες (οσφρητικό νευροβλάστωμα κ.ά.), ηλικιωμένοι ασθενείς (η οσφρητική λειτουργία επιδεινώνεται με την πάροδο της ηλικίας), υπογοναδισμός, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, επινεφριδιακή ανεπάρκεια, νόσος του Parkinson (στην οποία η ανοσμία μπορεί να αποτελεί πρόωρο σύμπτωμα μέχρι και 4 χρόνια πριν από την πρώτη εμφάνιση άλλων κλινικών εκδηλώσεων της ασθένειας), νόσος του Alzheimer, φαρμακευτική επίδραση (νεομυκίνη, στρεπτομυκίνη κ.ά.), συνέπειες από χρήση ναρκωτικών ουσιών (π.χ. κοκαΐνη, αμφεταμίνη) κ.ά.

 

Συχνά παρά τη διερεύνηση η αιτία παραμένει άγνωστη.

Περίπου το 20% παρουσιάζει μία μείωση ή διακοπή της οσφρητικής ικανότητας.

 

Διερεύνηση

Έναρξη ιστορικού μετά από λοίμωξη των ανώτερων αναπνευστικών οδών; Τραυματισμός κρανίου; Φάρμακα; Γνωστή αλλεργία;   Σημεία, που συνηγορούν για αιτία εντοπισμένη στις ρινικές κοιλότητες ή στους παραρινικούς κόλπους, είναι οι διακυμάνσεις της οσφρητικής λειτουργίας, όταν πρόκειται για συμπτώματα, που εκδηλώνονται σταδιακά και όταν η ανοσμία προηγείται της υποσμίας), επισκόπηση μύτης (καλύτερα να γίνεται μετά από αποσυμφόρηση), νευρολογική αντικειμενική εξέταση σε υποψία ενδοεγκεφαλικού όγκου και, αν σε επιμονή της υποψίας, να γίνεται CT/MRI.   Υπάρχει δυσχέρεια στον έλεγχο της οσφρητικής λειτουργίας και εδώ το ιστορικό παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο. Μία δυνατότητα είναι να υπάρχει διαθέσιμος στο ιατρείο ένας απλός έλεγχος της ικανότητας όσφρησης (καφές, σοκολάτα, άρωμα, βενζίνη κ.ά.). Η ποσοτικοποίηση της οσφρητικής ικανότητας μπορεί να γίνει αποκλειστικά διαμέσου εξειδικευμένων ελέγχων.   Σπρέι κορτιζόνης για διάρκεια 1 μήνα αποτελεί έναν απλό τρόπο ελέγχου, στην περίπτωση που η μειωμένη οσφρητική ικανότητα εξαρτάται σε οιδηματώδεις/μικρούς πολύποδες.  

Θεραπεία

Σε οιδηματώδεις ρινικούς βλεννογόνους/ρινικούς πολύποδες συστήνεται χορήγηση ενδορινικών κορτικοστεροειδών και ενδεχομένως να χρειαστεί προσθήκη δισκίων 5 mg πρεδνιζολόνης 6 x1 για 3 ημέρες με σταδιακή ελάττωση της δόσης στη συνέχεια κατά 1 δισκίο ημερησίως. Όταν προκειται για αλλεργική αιτιολογία, να χορηγείται αντιισταμινικό- ρινικό σπρέι. Αν οι ενοχλήσεις σχετίζονται με ιό/τραύμα κρανίου, δεν απαιτείται καμία επιπλέον διερεύνηση. Όταν η αιτία είναι ασαφής, εξετάστε το ενδεχόμενο παραπομπής σε ΩΡΛ.   Φαρμακευτική αγωγή   Αντιισταμινικά: Αζελαστίνη. Ενδορινικά κορτικοστεροειδή: Μομεταζόνη | Φουροϊκή μομεταζόνη. Στεροειδές: Πρεδνιζολόνη.