Ορισμός
Χρόνιο, προοδευτικό οίδημα στους ιστούς, που οφείλεται σε υπολειτουργία του λεμφικού συστήματος.
Αιτίες
Πρωτοπαθές λεμφοίδημα:
Συγγενής ανωμαλία του λεμφικού συστήματος.
Μπορεί να υπάρχει κληρονομικότητα, π.χ. νόσος Milroy.
Δευτεροπαθές λεμφοίδημα:
Η εκδήλωσή του σχετίζεται με κακώσεις των λεμφικών αγγείων και/ή των λεμφαδένων σε σχέση με εγχειρήσεις, τραυματισμό, όπως και τραυματισμένους ιστούς από ακτινοβολία, εγκαυματικές βλάβες, μεγάλες πληγές.
Δευτεροπαθές λεμφοίδημα μπορεί να προκύψει μετά από εγχείρηση καρκίνου, όπου αφαιρέθηκαν λεμφαδένες από καρκίνο εξαιτίας στάσης στο λεμφικό σύστημα, όπως και σε φλεβική ανεπάρκεια, όπου η ποσότητα του υγρού των ιστών υπερβαίνει τη χωρητικότητα του λεμφικού συστήματος.
Συμπτώματα
Μόνιμο, αυξανόμενο οίδημα, που δεν υποχωρεί σε ανάπαυση.
Μετασχηματισμός του γεμάτου υγρού οιδήματος σε συμπαγή ιστό, που αποτελείται από λιπώδη και συνδετικό ιστό.
Πρώιμα συμπτώματα μπορεί να είναι αίσθημα βάρους, άλγος, δυσκαμψία και ότι τα κοσμήματα και τα ρούχα σφίγγουν.
Σε έγκαιρη διαπίστωση και έγκαιρη έναρξη θεραπείας, όπως και ενημέρωση και επιμόρφωση της ασθενή στην ατομική φροντίδα, η πρόγνωση είναι καλή.
Η πρόοδος του λεμφοιδήματος παύει και ο όγκος του μειώνεται.
Σύμφωνα με μελέτες μέχρι το 70% των ατόμων με λεμφοίδημα μπορεί να τα κατάφερει με ατομική φροντίδα και την υποστήριξη του θεραπευτή.
Σε ηπιότερη υπολειτουργία και δεξιότητες στην ατομική φροντίδα ορισμένες ασθενείς μπορούν να πετύχουν τη διατήρηση του όγκου στην περιοχή του λεμφοιδήματος σε φυσιολογικά επίπεδα χωρίς προσθήκη συμπίεσης.
Διαφορική διάγνωση
Μονόπλευρο οίδημα:
Οξεία φλεβική θρόμβωση, κύστη Baker, ρευματοειδής αρθρίτιδα, καρκίνωμα.
Αμφοτερόπλευρο οίδημα:
Θερμότητα, απραξία, υπερβολικό βάρος, καρδιακή ανεπάρκεια, χρόνια φλεβική ανεπάρκεια, νεφρική δυσλειτουργία, ηπατική δυσλειτουργία, υποπρωτεϊναιμία, υποθυρεοειδισμός/μυξοίδημα, φάρμακα (π.χ. αποκλειστές ασβεστίου, θεραπεία με κορτιζόνη), κακοήθεια με επακόλουθη στάση στην ελάσσονα πύελο, φιλαρίαση (πιο συνηθισμένη σε χώρες, όπως η Ινδία, όπου πολλά άτομα πρέπει να περπατούν σε ρηχά νερά σε ορυζώνες).
Διερεύνηση
Μέθοδοι μέτρησης:
Οι πιο συνηθισμένες μέθοδοι μέτρησης ενός λεμφοιδήματος είναι η μέτρηση της πλευρικής διαφοράς μεταξύ ενός υγιούς και προσβλημένου μέρους του σώματος με:
Μετροταινία:
Μέτρηση της περιμέτρου σε καθορισμένες θέσεις.
Συχνά με μεσοδιάστημα 4 εκατοστών.
Η πιθανότητα του υπολογισμού του όγκου με μαθηματικούς τύπους υπολογισμού όγκου ενός κυλίνδρου.
Προϋποθέτει υγιές τμήμα σώματος, με το οποίο μπορεί να γίνει η σύγκριση.
Πληθυσμογραφία (μέτρηση στο νερό σύμφωνα με την αρχή του Αρχιμήδη):
Προϋποθέτει την ύπαρξη υγιούς μέρους σώματος, με το οποίο μπορεί να γίνει σύγκριση.
Σπινθηρογράφημα λέμφου:
Ακτινολογική εξέταση της ταχύτητας μεταφοράς λέμφου στα κάτω άκρα.
Σκιαστικό υγρό ενίεται περιφερικά και λαμβάνονται ακτινογραφικές εικόνες με ορισμένο χρονικό μεσοδιάστημα.
Δοκιμασία Stemmer:
Ασκείται νυγμός στον ιστό, που έχει προσβληθεί από το οίδημα, και ακολουθεί μέτρηση του βαθμού της διατομής της δερματικής πτυχής.
Πρέπει να λαμβάνεται στην ίδια θέση, ώστε να μπορεί να χρησιμεύσει ως μετρητής προόδου του λεμφοιδήματος.
Περιμετρία:
Με φως λέιζερ γίνεται μέτρηση της περιμέτρου των άκρων σε 300 σημεία μέσα σε 5 δευτερόλεπτα και καταγράφεται σε ένα υπολογιστικό πρόγραμμα.
Είναι εύκολη η σύγκριση της εξέλιξης του λεμφοιδήματος, όπως και του αποτελέσματος της θεραπείας.
Βιοαντίσταση:
Με τη μέτρηση της ηλεκτρικής αντίστασης των μυών, του υγρού και των οστών μπορεί να γίνει γνωστή η σύνθεση του σώματος.
Εφαρμόζεται, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη λεμφοιδήματος σε πρώιμο στάδιο, πριν να φανούν μεταβολές στη μέτρηση της περιμέτρου.
Τονομέτρηση:
Πρόκειται για όργανο, που μετράει την πυκνότητα του δέρματος και του υποκείμενου ιστού.
Αποκαλύπτει την πυκνότητα των ιστών, όπου έχει εκδηλωθεί το λεμφοίδημα.