Υποθυρεοειδισμός

ICD-10 : E03 | Μετεγχειρητικός Ε89

Ορισμός

Μειωμένη ποσότητα θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα.

 

Αίτια

Στην πράξη – σε επαρκή πρόσληψη ιωδίου – συνήθως χρόνια λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα (= αυτοάνοση νόσος με ατροφία του θυρεοειδούς). (Η ονομασία, που χρησιμοποιείται σε αυτοάνοση νόσο και βρογχοκήλη, είναι νόσος Hashimoto).

Ανεπάρκεια ιωδίου (πολύ σπάνια μεταξύ όλων, όσοι έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα και τη Σουηδία, όπου το αλάτι εμπλουτίζεται με ιώδιο).

Γενικά αποτελεί συνηθισμένη αιτία στο σύνολο των χωρών.

Φάρμακα, κυρίως λίθιο και αμιωδαρόνη.

Σε θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο ο κίνδυνος αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου.

Κατάσταση μετά από εγχείρηση θυρεοειδούς.

Υποφυσιακή ανεπάρκεια/ κεντρικός υποθυρεοειδισμός (εξαιτίας όγκου υπόφυσης, βλαβών μετά από εγκεφαλική κυκλοφορική ανεπάρκεια, τραυματισμό κρανίου, λοίμωξη).

Αποτελεί ένα μέρος του αυτοάνοσου πολυαδενικού συνδρόμου σε ασθενείς με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα (χρόνια θυρεοειδίτιδα, νόσο Addisson, διαβήτη τύπου-1, κακοήθη αναιμία, κοιλιοκάκη, λεύκη, ανεπαρκή λειτουργία γονάδων).

Υποξεία θυρεοειδίτιδα, λανθάνουσα θυρεοειδίτιδα, θυρεοειδίτιδα μετά από τοκετό.

‘‘Υποθυρεοειδισμός τύπου- 2’‘ ονομάζεται από ορισμένους, ιδιαίτερα μη γιατρούς, ένας ενδοκυτταρικός υποθυρεοειδισμός, που δεν μπορεί να διαγνωστεί με τις καθιερωμένες μεθόδους και προκαλεί συμπτώματα, τα οποία σχετίζονται με υποθυρεοειδισμό.

Οι υποστηρικτές του συστήνουν έλεγχο της ελεύθερης Τ3/Τ4 στα ούρα διαμέσου συλλογής ούρων 24ώρου, καθώς και εργαστηριακό έλεγχο της επινεφριδιακής λειτουργίας.

Η συγκεκριμένη διάγνωση δεν είναι αποδεκτή από την επίσημη ιατρική κοινότητα.

 

Συμπτώματα

Προοδευτική νόσηση πάνω από ένα έτος.

Αρχικά ψηλαφητή βρογχοκήλη, σταδιακά ατροφία του θυρεοειδούς, μέχρι να γίνει μικρός και χωρίς ψηλαφητική ευαισθησία.

Η επίπτωση αυξάνεται πολύ μετά από τη μέση ηλικία.

Εντούτοις παρουσιάζεται ακόμη και σε παιδιά σχολικής ηλικίας.

 

Συνήθως άτυπα συμπτώματα, αίσθηση ότι ‘‘κάτι δεν πάει καλά’‘.

Κόπωση, κεφαλαλγία, δύσπνοια, τάση για γρήγορη συλλογή γαλακτικού οξέος (συνηθισμένο και πρώιμο σημείο), αίσθημα κρύου, χαμηλή θερμοκρασία σώματος, χαμηλές σφύξεις, επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις, καταθλιπτική διάθεση, κακή μνήμη, αδυναμία συγκέντρωσης

(συχνοί λανθασμένοι χειρισμοί στο χώρο εργασίας),

αποπροσανατολισμός, μικρή ως μέτρια αύξηση βάρους, βραχνή και χοντρή φωνή, απώλεια τριχών

(στην οποία συμπεριλαμβάνεται απώλεια των πλαϊνών τμημάτων των φρυδιών),

δυσκοιλιότητα, άφθονες εμμηνορρυσίες, παραισθησίες, συμπίεση περιφερικών νεύρων

(π.χ. σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα),

οιδηματώδες και ψυχρό, ξηρό δέρμα, ωχρότητα, βραδύς παλμός, μυαλγίες και αρθραλγίες, ακαμψία και αδυναμία των μυών, μειωμένη γονιμότητα, ελαττωμένη συχνότητα αναπνοών, ανθεκτική και βραδεία απάντηση αντανακλαστικών κατά τις δοκιμασίες των αντανακλαστικών των άκρων και σε σοβαρές περιπτώσεις συλλογή υγρού κάτω από το δέρμα/στα χέρια/γύρω από τον οφθαλμό με κίνδυνο μέχρι και μυξοιδηματικού κώματος.

 

ΗΚΓ:

Φλεβοκομβική βραδυκαρδία, χαμηλό δυναμικό.

 

Η διάγνωση του’‘υποκλινικού υποθυρεοειδισμού’‘είναι συχνά κλινική ‘’εξ ορισμού’’, αλλά μπορεί να διαφύγει εύκολα εξαιτίας των διακριτικών συμπτωμάτων, όπως κόπωση, αρθραλγίες, ελαφριά κατάθλιψη και αδυναμία συγκέντρωσης.

Αποτελεί πρώιμο στάδιο της ανάπτυξης της αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας.

 

Υποξεία θυρεοειδίτιδα, σιωπηλή θυρεοειδίτιδα, θυρεοειδίτιδα μετά από τοκετό:

Παροδική θυρεοτοξική φάση, η οποία υποχωρεί αυτόματα και μπορεί να συνοδεύεται από κάποια περίοδο με υποθυρεοειδισμό.

Τελικά στις περισσότερες περιπτώσεις ακολουθεί επάνοδος σε ευθυρεοειδική φάση.

 

Αντικειμενική εξέταση/ διερεύνηση

Χρόνια λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα:

Αρχικά ψηλαφητή βρογχοκήλη με θυρεοειδή, που προοδευτικά ατροφεί και γίνεται ψηλαφητικά μη-ευαίσθητος.

Η TSH-ορ. αυξάνεται και έτσι μπαίνει η διάγνωση του υποθυρεοειδισμού (φυσιολογικές τιμές 0,4-4,0.

Τα εργαστήρια συνήθως αναφέρουν υψηλότερες τιμές, αλλά πρόκειται για ‘‘φυσιολογικό πληθυσμό’‘, από τον οποίο δεν έχουν αφαιρεθεί τα άτομα με θυρεοειδική νόσο).

Η ελεύθερη-Τ4 είναι μειωμένη και δηλώνει το βαθμό του υποθυρεοειδισμού (τα επίπεδα της Τ3 δεν προσφέρουν κάτι στη διερεύνηση.

Παραμένουν ανεπηρέαστα περισσότερο χρόνο και είναι τα πρώτα, που μειώνονται σε σοβαρή νόσηση.

Παρόλα αυτά μειώνονται σε άλλες νόσους, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και ο πυρετός και το κρυολόγημα).

Η εμφάνιση των αντισωμάτων-TPO (θετικά ακόμη και στο 15% περίπου του φυσιολογικού πληθυσμού) υποδηλώνει τη διάγνωση της χρόνιας λεμφοκυτταρικής θυρεοειδίτιδας.

Παρουσιάζεται ακόμη και με εικόνα βρογχοκήλης, οπότε μπαίνει η διάγνωση της νόσου του Hashimoto.

 

Όταν τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων, όσο αφορά τις Τ4/Τ3, βρίσκονται μέσα στα φυσιολογικά όρια, αυτό δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι οι τιμές είναι οι φυσιολογικές για το συγκεκριμένο άτομο.

Μία TSH εκτός φυσιολογικών ορίων δηλώνει ότι αυτό μπορεί να αποτελεί κάτι φυσιολογικό στη συγκεκριμένη περίπτωση. Προσοχή, ωστόσο στο ότι αυξημένη TSH κανονικά παρουσιάζεται στη φάση της ανάρρωσης μετά από μη-θυρεοειδική νόσο (π.χ. γρίπη, πνευμονία, έμφραγμα).

Ξανακάνετε έλεγχο της TSH μετά από 3 μήνες, η οποία είναι προτιμότερο να περιλαμβάνει και τα αντισώματα-TPO.

Σε υποψία αυτοάνοσης νόσου, όπου όμως οι βιολογικές παράμετροι δε δίνουν ξεκάθαρο αποτέλεσμα, γίνεται παραπομπή για βιοψία λεπτής βελόνας, ώστε να είναι δυνατή η μικροσκοπική διάγνωση αυτοάνοσης δραστηριότητας.

Παραπομπή γίνεται επιπλέον και σε βρογχοκήλη, για να αποκλειστεί η κακοήθεια.

Παραπομπή για υπερηχογράφημα ιδαίτερα σε ατροφία του θυρεοειδούς, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση του μεγέθους μετά από μακροχρόνια αυτοάνοση προσβολή.

 

Υποκλινικός υποθυρεοειδισμός (νεότερη ονομασία ‘‘ήπιος υποθυρεοειδισμός’‘):

Προοδευτική ατροφία θυρεοειδούς από βρογχοκήλη (Hashimoto), που συχνά αρχικά είναι ψηλαφητικά μη ευαίσθητη.

 

Aυξημένη TSH, όπου τα νεότερα άτομα φυσιολογικά παρουσιάζουν τιμές μεταξύ 0,4-2,5 (τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας/ οι ηλικιωμένοι, 65-80 ετών συχνά παρουσιάζουν τιμές μέχρι 4,5 ως φυσιολογικό κανονικό εύρημα).

 

Αυξημένη TSH-ορ. (> 2,5 σε νεότερα άτομα) σε δύο λήψεις δειγμάτων με μεσοδιάστημα 3 μηνών + συμπτώματα, που σχετίζονται, όπου η ελεύθερη-Τ4 είναι φυσιολογική.

 

Τιμή TSH-ορ. > 2,0 σε νεότερα άτομα προδιαθέτει σε υποθυρεοειδισμό στο μέλλον (τα επόμενα 20 έτη), ιδιαίτερα όταν ταυτόχρονα είναι αυξημένος ο τίτλος των αντισωμάτων-TPO, κάτι που υποδηλώνει χρόνια θυρεοειδίτιδα.

Παρακολούθηση της κατάστασης.

 

Κεντρικός υποθυρεοειδισμός:

Οδηγεί κατά κανόνα σε χαμηλή TSH-ορ. και χαμηλή ελεύθερη-Τ4.

Στην πράξη παρουσιάζεται όχι σπάνια μία TSH τόσο φυσιολογική, όσο και υψηλή (δεν είναι γνωστός ο λόγος, στο οποίο οφείλεται αυτό).

Η διερεύνηση γίνεται με ολική Τ4-ορ, κορτιζόνη-ορ. (τιμή πρωινού δείγματος.

Ενδεχομένως και κορτιζόλη-δείγματος συλλογής ούρων 24ώρου x 2), προλακτίνη-ορ, FSH-ορ, LH-ορ. και τεστοστερόνη-ορ. (σε άντρες), οιστραδιόλη (σε γυναίκες).

Εξετάζεται με περιμετρία (σημεία εγκεφαλικού όγκου;).

Η ανεπάρκεια της υπόφυσης συνήθως επιδρά σε αρκετές ορμόνες.

Αν τα παραπάνω είναι φυσιολογικά (συμπεριλαμβανόμενης της ολικής-Τ4), μπορείτε να περιμένετε.

 

Μεμονωμένη ανεπάρκεια της υπόφυσης με εκλεκτική επίδραση στην TSH είναι πολύ ασυνήθιστη (μπορεί να εμφανιστεί μετά από τραυματισμό και αντίστοιχα μηνιγγίτιδα).

Στην πράξη συχνά, ακόμη και μετά από τη διερεύνηση, είναι άγνωστη η αιτία της χαμηλής τιμής τόσο της TSH, όσο και της Τ4.

 

Σε επινεφριδιακή ανεπάρκεια μπορεί να ανευρεθεί υψηλή TSH-oρ.

Φυσιολογική ελεύθερη-Τ4. Ελέγξτε Na-ορ, Κ-ορ, αρτηριακή πίεση, υπερμελάγχρωση;

 

Ανεπάρκεια-βιταμίνης Β12 σχετίζεται στενά με υποθυρεοειδισμό (Hashimoto), αλλά επίσης και με κοιλιοκάκη και ατροφική γαστρίτιδα (Hashimoto), καθώς και νόσο Addison.

Ελέγξτε B12, φυλλικό, ομοκυστεῒνη, Na, K κατά τους ετήσιους ελέγχους.

Επιπλέον τη γλυκόζη-πλ. (ισχυρή συσχέτιση με διαβήτη τύπου-1). Ca-ορ (συσχέτιση ακόμη και με υπερπαραθυρεοειδισμό).

 

Τα αυξημένα λιπίδια συνδέονται με υποθυρεοειδισμό.

Ελέγξτε τη χοληστερόλη-ορ. και τα τριγλυκερίδια νηστείας-ορ.

 

Καταστάσεις, που συνδέονται με αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα:

Διαβήτης τύπου-1, νόσος Addison, αυτοάνοση γαστρίτιδα με κακοήθη, χρόνια ενεργή ηπατίτιδα C, ΣΕΛ [SLE], ΡΑ, σαρκοείδωση, κοιλιοκάκη, λεύκη, σύνδρομο Sjögren, πρωτοπαθές λέμφωμα Β-κυττάρων.

 

Αυξημένη TSH στις ακόλουθες καταστάσεις, χωρίς να συνυπάρχει απαραίτητα υποθυρεοειδισμός:

Διακοπή καπνίσματος, φυσική προσπάθεια, λήψη λεβοθυροξίνης συγχρόνως με πρόσληψη σιδήρου και αντίστοιχα ασβέστιο, μεταβολή του ρυθμού 24ώρου, στη φάση ανάρρωσης μετά από σοβαρή νόσο (π.χ. πνευμονία, διαβήτη, έμφραγμα μυοκαρδίου, ΑΕΕ.

Είναι συνηθισμένη η παροδική αύξηση-TSH σε άτομα, που νοσηλεύονται σε νοσοκομείο. Η TSH συχνά είναι χαμηλή κατά την οξεία φάση της νόσου).

Γενικά διακοπή χορήγησης θυροξίνης, επινεφριδιακή ανεπάρκεια (νόσος Addison), υπερπαραθυρεοειδισμός, αντίσταση στις θυροειδικές ορμόνες (σε ασθενή υπο θεραπεία), σκιαγραφικές ουσίες ακτινολογίας, δίαιτα πλούσια σε ιώδιο (καψάκια φυκιών – φυτικές υγιεινές τροφές), όγκοι, που παράγουν TSH, παροδικός υποφυσιακός υπερθυρεοειδισμός σε ψυχική νόσο, βλάβη υποθαλάμου (π.χ. όγκος).

 

Διαφορικές διαγνώσεις

Κατάθλιψη.

Σε υποθυρεοειδισμό κεντρικής αιτιολογίας η TSH μπορεί να είναι είτε φυσιολογική είτε αυξημένη.

Θεραπεία

Σε πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό: Ο στόχος της θεραπείας εστιάζει στη διατήρηση της TSH σε φυσιολογικά επίπεδα, αφού θεωρείται ο πιο αντικειμενικός δείκτης χορήγησης της σωστής δόσης θυροξίνης. Λεβοθυροξίνη. Χαμηλή δόση έναρξης και βραδεία αύξηση της δοσολογίας. Ελέγξτε την καρδιακή λειτουργία (ΑΠ, ΗΚΓ, σφύξεις, ακρόαση) πριν από την έναρξη της χορήγησης. Η αρχική δόση είναι συνήθως 0,025-0,05 mg x 1. Αύξηση δόσης = 0,025 mg κάθε 4η - 6η εβδομάδα σε νεότερους, κάθε 6η – 8η εβδομάδα σε μεγαλύτερους. Αυτά μετά από έλεγχο της TSH-ορ. και ελεύθερης-Τ4. Η αύξηση της δόσης ρυθμίζεται κυρίως ανάλογα με τα επίπεδα της TSH. Πρέπει να βρίσκεται στο κατώτερο μισό των φυσιολογικών ορίων ανάλογα με το κάθε εργαστήριο, δηλαδή μεταξύ 0,4 και 2,5 (το εύρος των συνηθισμένων φυσιολογικών τιμών κυμαίνεται μεταξύ 0,4-4,0. Χρειάζονται 6 εβδομάδες προτού η αλλαγή της δόσης να εκφραστεί πλήρως στην τιμή της TSH). Η ελεύθερη Τ4-ορ. πρέπει να βρίσκεται μέσα στο εύρος των φυσιολογικών ορίων. Απαιτείται πολύ προσεκτική σταδιακή αύξηση της δόσης, όσο αφορά ασθενείς με καρδιακή νόσο (0,025 mg χορηγούνται κάθε δεύτερη ημέρα. Να έχετε επικοινωνία με καρδιολόγο). Η τελική δόση συνήθως είναι 0,1 – 0,15 mg x 1. Η λήψη των δειγμάτων να γίνεται το πρωί, πριν από τη λήψη του δισκίου. Η λεβοθυροξίνη συνδέεται ισχυρά με το σίδηρο, τη χολεστυραμίνη και αντίστοιχα το ασβέστιο στο στόμαχο. Επομένως συνιστάται λήψη των τελευταίων προαναφερμένων σκευασμάτων το πρωί και της λεβοθυροξίνης το βράδυ. Η αναγκαία ποσότητα δόσης ελαττώνεται με την πάροδο του χρόνου. Αλλαγή του σκευάσματος θυροξίνης μπορεί να συνεπάγεται μεταβολή της TSH. Θεραπεία ‘’διά βίου’’. Η κλινική θεραπευτική δράση μπορεί να καθυστερήσει 6-12 μήνες μετά από την ομαλοποίηση των εργαστηριακών τιμών πριν από την επαναφορά και αποκατάσταση της εγκεφαλικής λειτουργίας. Όταν η κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί, έλεγχος κάθε χρόνο. Εκτός από τους καρδιακούς κινδύνους η υπερβολική υποκατάσταση αυξάνει τον κίνδυνο οστεοπόρωσης (ιδιαίτερα σε ασθενείς > 60 ετών). Να ενημερώνετε όλες τις γυναίκες γόνιμης ηλικίας να αποφεύγουν την εγκυμοσύνη για όσο χρονικό διάστημα δεν είναι ευθυρεοειδικές σύμφωνα με τις εργαστηριακές εξετάσεις. Σε ορισμένους ασθενείς υποκειμενικά δεν επιτυγχάνεται αποκατάσταση παρά τις φυσιολογικές τιμές TSH/ ελεύθερης Τ4. Οι συγκεκριμένοι ασθενείς μπορεί να νιώσουν καλύτερα με την προσθήκη Τ3 (= βιολογικά ενεργός ορμόνη) διαμέσου του φαρμάκου λιοθυρονίνη. Σε αυτές τις περιπτώσεις χορηγείται  ½ δισκίο λιοθυρονίνης 20 μg + λεβοθυροξίνη στην ίδια δόση, όπως και πριν, αλλά μειωμένη κατά περίπου 25 μg. Ισχύουν οι ίδιες αρχές, όπως και όταν μερικές φορές τα επίπεδα της TSH, καθώς και της Τ4, είναι ΟΚ, αλλά τα επίπεδα της Τ3 είναι χαμηλά. Ωστόσο η συμπληρωματική χορήγηση Τ3 (λιοθυρονίνης) αποτελεί θεραπευτική επιλογή με αδύναμη επιστημονική τεκμηρίωση και η χορήγησή της πρέπει να δοκιμάζεται μόνο σε επιλεγμένες περιπτώσεις και ποτέ στη διάρκεια κύησης, καθώς επίσης πρέπει να γίνεται σχολαστική επανεκτίμηση και επαναπροσδιορισμός της ανάγκης και των δόσεων χορήγησης. Σε αυτές τις περιπτώσεις καλύτερα να απευθύνεστε σε ενδοκρινολόγο ή να παραπέμπετε τον ασθενή εκεί. Αν ο ασθενής αισθάνεται ότι η υγεία του δεν έχει επανέλθει στο φυσιολογικό για εκείνον επίπεδο μετά από τη χορήγηση του υποκαταστάτου, ελέγξτε τυχόν συνύπαρξη άλλων σχετικών νόσων (βλέπε παραπάνω). Οι τιμές της ελεύθερης Τ4/TSH παρουσιάζουν διακύμανση σε ταυτόχρονη πρόσληψη φαρμάκων, όπως τα αντιόξινα, που περιέχουν αλουμίνιο (Aludrox, Maalox κά), σκευάσματα σιδήρου, σκευάσματα ασβεστίου, εναλλάκτες ιόντων (Questran), σουκραλφάτη, τροφές πλούσιες σε φυτικές ίνες. Όταν πρόκειται για φαρμακευτική αγωγή τέτοιου είδους, η λεβοθυροξίνη να λαμβάνεται τουλάχιστον 4 ώρες πριν ή μετά από τα διάφορα φάρμακα. Η λεβοθυροξίνη μπορεί να χορηγείται και ως βραδινή 2η δόση. Τα οιστρογόνα (αντισυλληπτικά, κύηση, εμμηνόπαυση) δεσμεύουν τη θυροξίνη στο αίμα και ίσως χρειαστεί ρύθμιση της δόσης της λεβοθυροξίνης. Τα επίπεδά της κατά τη διάρκεια της κύησης παρακολουθούνται κάθε τέταρτη εβδομάδα, μέχρι να σταθεροποιηθούν. Μετά οι έλεγχοι γίνονται με μέγιστο μεσοδιάστημα 8 εβδομάδες μεταξύ τους. Διορθώστε τη δόση της λεβοθυροξίνης, ώστε η ελεύθερη Τ4 να βρίσκεται μέσα στα φυσιολογικά όρια και η τιμή της TSH στο κατώτερο μισό του φυσιολογικού εύρους τιμών του εργαστηρίου. Στην πράξη συχνά η TSH κυμαίνεται μεταξύ 0,4-1,0 (σύμφωνα με τη μέθοδο μέτρησης της TSH, στην οποία το φυσιολογικό εύρος τιμών είναι 0,4-4,0 mU/L). Κατά το πρώτο τρίμηνο είναι αποδεκτή τιμή-TSH στο περίπου 0,1 (εξαιτίας διασταυρούμενης αντίδρασης με την hCG). Συνήθως σε ασθενείς, που χρησιμοποιούν ήδη συμπλήρωμα λεβοθυροξίνης, χρειάζεται αύξηση της λεβοθυροξίνης κατά 25-50μg. Αν η TSH βρίσκεται μεταξύ 2,5-10, επανάληψη της ανάλυσης με έλεγχο και των TPO-ab. Αν η TSH κατά την επανάληψη της εξέτασης > 2,5 , χορηγείται θυροξίνη 25-50μg ημερησίως με έλεγχο κάθε 4:η εβδομάδα. Αν η TSH 10-20, χορηγείται αμέσως θυροξίνη 50-75 μg την ημέρα. Έλεγχος κάθε 2η εβδομάδα. Αν η TSH > 20, γίνεται παραπομπή σε ειδικό μαιευτικό ιατρείο με έλεγχο κάθε 2η εβδομάδα. Η θεραπεία συνεχίζεται ακόμη και σε άτομα με υπογονιμότητα, που επιθυμούν κύηση. Τότε συνιστάται TSH 0,5-2. Αυτό διατηρείται μέχρι ενδεχόμενη εγκυμοσύνη και στη συνέχεια αυξάνεται κατά περίπου 50% ανάλογα με τα επίπεδα-TSH, όπως αναφέρεται παραπάνω. Η παρακολούθηση γίνεται διαμέσου του ιατρείου κύησης του ΚΥ. Ο υποκλινικός υποθυρεοειδισμός (ο οποίος δεν είναι προσωρινός) θεραπεύεται και παρακολουθείται με βάση την κλινική εικόνα + Τ4/TSH, αν υπάρχουν συμπτώματα (π.χ. κόπωση). Διαφορετικά η παρακολούθηση διενεργείται με τη λήψη δείγματος αίματος (ελεύθερη Τ4 + TSH) κάθε 6ο – 12ο μήνα. Αυξημένα αντισώματα-TPO (> 2 φορές πάνω από τις φυσιολογικές τιμές) ενισχύουν την ένδειξη έναρξης θεραπείας. Παρόμοια η βρογχοκήλη ενισχύει την προσπάθεια θεραπείας. Αν η TSH ≥ 10, συνιστάται θεραπεία με λεβοθυροξίνη, ακόμη και σε απουσία συμπτωμάτων. Ηλικία > 80 ετών: Προσοχή στη χορήγηση συμπληρωμάτων λεβοθυροξίνης. Κύηση, επιθυμία κύησης, καθώς και επαναλαμβανόμενες αποβολές (και TPO-ab), αποτελούν λόγο θεραπείας. Ακόμη και σε ωοθηκική δυσλειτουργία, υπογονιμότητα, βροχγοκήλη, υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου (υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, κάπνισμα, διαβήτη τύπου-1). Υποξεία θυρεοειδίτιδα, σιωπηλή θυρεοειδίτιδα, θυρεοειδίτιδα μετά από τον τοκετό μπορεί μετά από κάποιο χρονικό διάστημα υπερθυρεοειδισμού να μετατραπεί σε υποθυρεοειδισμό, που χρειάζεται υποκατάσταση με λεβοθυροξίνη. Δεν είναι ασυνήθιστη η επανάκτηση και η ομαλοποίηση της θυρεοειδικής λειτουργίας. Γι’ αυτό χρειάζεται η παρακολούθηση της λειτουργίας του, καθώς και της θεραπείας. Βλέπε στο υποκεφάλαιο Υπερθυρεοειδισμός σχετικά τη διερεύνηση και τη θεραπεία κατά την τοξική φάση. Σε κεντρικό υποθυρεοειδισμό, καθώς και υποψία επινεφριδικής ανεπάρκειας: Παραπομπή. Σε συμπτώματα υποθυρεοειδισμού (ακόμη και αν ποτέ δεν είναι τόσο έντονα) με τελείως φυσιολογικές τιμές εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει ποτέ να χορηγείται θυροξίνη. Φαρμακευτική αγωγή Θυροξίνη (Τ4). Λιοθυρονίνη (Τ3).