Ορισμός
Κάλιο-ορ. < 3,6 mmol/L. (Το δείγμα φλεβικού αίματος δεν πρέπει να ληφθεί κατά τη διάρκεια φλεβικής στάσης ή ανοιγοκλεισίματος του χεριού, κάτι το οποίο εμπερικλείει τον κίνδυνο αιμόλυσης με ψευδώς φυσιολογικό ή αυξημένο κάλιο).
Αιτίες
Ξαφνικές:
Διάρροιες και εμετοί, ωσμωτική διούρηση, π.χ.διαβητική κετοξέωση.
Χρόνιες:
Θεραπεία με διουρητικά (ιδιαίτερα θειαζιδικά διουρητικά), χρόνια διάρροια, π.χ. κοιλιοκάκη, ανορεξία, κατάχρηση ωσμωτικών καθαρτικών, συρίγγια εντέρου ή χοληφόρων, πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός, σύνδρομο Cushing, αυξημένη δραστηριότητα ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης (π.χ. σε στένωση νεφρικής αρτηρίας), μακροχρόνια θεραπεία με κορτιζόνη, σαρκοείδωση, υπερκατανάλωση (καραμελών) γλυκόρριζας και ορισμένα ασυνήθιστα κληρονομικά νοσήματα των νεφρών με διαταραχή της σωληναριακής λειτουργίας.
Η έλλειψη μαγνησίου ενισχύει ή διατηρεί την υποκαλιαιμία.
Συμπτώματα
Κάλιο-ορ. < 2,5 – 3,0 mmol/L:
Κόπωση, μυϊκή αδυναμία, ιδιαίτερα στα πόδια, μυαλγίες, μειωμένα αντανακλαστικά, αιμωδίες και μυϊκές συσπάσεις (κράμπες), δυσκοιλιότητα.
Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις παραλυτικός ειλεός, νεφρογενής άποιος διαβήτης και μυϊκές νεκρώσεις.
Περισσότερο επίφοβες είναι οι αρρυθμίες, όπως η κοιλιακή μαρμαρυγή.
Ο κίνδυνος αυξάνεται, αν ταυτόχρονα λαμβάνεται δακτυλίτιδα και υπάρχει υποξία. ΗΚΓ:
Επιπέδωση ή αρνητικοποίηση επαρμάτων –Τ, αρνητικό διάστημα -ST, επιμήκυνση χρόνου – QT, διφασικά επάρματα –P, έκδηλα επάρματα –Q.
Αντικειμενική εξέταση
Κόπωση, αδυναμία, μειωμένα αντανακλαστικά άκρων.
Διερεύνηση
Έλεγχος ηλεκτρολυτών, TSH/T4 (υπερθυρεοειδισμός;), Mg-ορ, γλυκόζη-ορ.(υπεργλυκαιμία;), γενική αίματος (λευχαιμία;).
Αν η αιτία δεν είναι ξεκάθαρη, γίνεται έλεγχος κορτιζόλης από ούρα 24ώρου x 3, καθώς και αλδοστερόνης-ορού.